εἰρωνικός

From LSJ
Revision as of 10:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνικός Medium diacritics: εἰρωνικός Low diacritics: ειρωνικός Capitals: ΕΙΡΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: eirōnikós Transliteration B: eirōnikos Transliteration C: eironikos Beta Code: ei)rwniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dissembling: hence, hollow, insincere, Pl.Sph. 268a; τὸ εἰ. εἶδος Id.Lg.908e; εἰρωνικόν τι ὑπομειδιάσας Hld.10.14. Adv. -κῶς mockingly, Ar.V.174, Pl.Smp.218d, etc.

German (Pape)

[Seite 736] ironisch; μιμητής Plat. Soph. 268 a; τὸ εἰρωνικόν, Heuchelei, Legg. X, 908 e. – Adv., Ar. Vesp. 174; λέγειν, Plat. Conv. 218 d u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνικός: -ή, -όν, προσποιούμενος, ὑποκρινόμενος, Πλάτ. Σοφ. 268Α· τὸ εἰρωνικὸν = εἰρωνεία, ὁ αὐτ. Νόμ. 908Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Σφ. 174, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait l’ignorant ; τὸ εἰρωνικόν l’ignorance feinte, la dissimulation.
Étymologie: εἴρων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que actúa con simulación o falsedad, simulador εἰ. μιμητής de los sofistas, Pl.Sph.268a, cf. Lg.908e
subst. τὸ εἰ. modestia fingida, en sent. posit. σχεδ[ὸν] δὲ καὶ πᾶν τὸ εἰ. μεγαλοπρεπές ret. en POxy.410.122.
2 irónico τὸ τῆς ... φιλοσοφίας ἦθος οὐ κοινὸν οὐδὲ εἰρωνικόν de Dion de Prusa, Philostr.VS 487, ἔπαινος Sch.Er.Il.5.277, cf. 7.189-190
neutr. como adv. irónicamente γελάσας οὖν εἰρωνικόν ... εἶπεν Hld.3.7.2, cf. 10.14.6
burlón εἰρωνικοῖς τοῖς νεύμασιν Hld.10.31.4, τὸ βωμολοχικὸν καὶ εἰρωνικόν (ἦθος) del mono, Adam.2.2.
II adv. -ῶς
1 con disimulo, haciéndose el inocente οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰ. Ar.V.174.
2 irónicamente, con ironía rayana en la burla μάλ' εἰ. ... ἔλεξεν ref. a Sócrates, Pl.Smp.218d, cf. Aesop.250.3, Anon.Hier.Luc.31.81, γελάσας πάνυ εἰ. D.Chr.15.10, cf. 53.5, Dam.in Phlb.23.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰρωνικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που λέγεται για ειρωνεία, περιπαικτικός
αρχ.
προσποιητός.

Greek Monotonic

εἰρωνικός: -ή, -όν (εἴρων), υποκρισία, δηλώνω προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰρωνικός: притворяющийся невеждой, т. е. лукавый, насмешливый, иронический (μιμητής Soph.).

Middle Liddell

εἰρωνικός, ή, όν εἴρων
dissembling, putting on a feigned ignorance, Plat.: adv. -κῶς, Ar.