στρυφνότης

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρυφνότης Medium diacritics: στρυφνότης Low diacritics: στρυφνότης Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stryphnótēs Transliteration B: stryphnotēs Transliteration C: stryfnotis Beta Code: strufno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A rough, harsh taste, sourness, Arist.Cat.9a30, Pr.864b5: pl., Diocl.Fr.138, Gal.6.465.    II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 (στριφνότης (q.v.) codd.); περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2.

German (Pape)

[Seite 957] ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.

Greek (Liddell-Scott)

στρυφνότης: -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ γεῦσις, «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., τραχύτης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ ἦθος Πλουτ. Μάρ. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 saveur âcre, acerbe;
2 fig. caractère âpre, morose.
Étymologie: στρυφνός.

Greek Monotonic

στρυφνότης: -ητος, ἡ, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση· μεταφ., τραχύτητα, δυστροπία χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στρυφνότης: ητος ἡ
1) терпкость, вяжущий вкус Arst., Plut.;
2) угрюмость, мрачность (περὶ τὸ ἦθος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρυφνότης -ητος, ἡ [στρυφνός] zuurheid; ook overdr. van iems. karakter zuurheid, norsheid. Plut. Mar. 2.1.

Middle Liddell

στρυφνότης, ητος, ἡ,
a rough, harsh taste: metaph. harshness of temper, Plut.