θυμαρής

From LSJ
Revision as of 09:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμᾱρής Medium diacritics: θυμαρής Low diacritics: θυμαρής Capitals: ΘΥΜΑΡΗΣ
Transliteration A: thymarḗs Transliteration B: thymarēs Transliteration C: thymaris Beta Code: qumarh/s

English (LSJ)

ές, (θυμός, ἀραρίσκω)

   A suiting the heart, i.e. well-pleasing, delightful, ἄλοχον θυμαρέα Il. 9.336, Od.23.232; σκῆπτρον θ. ἔδωκεν 17.199: irreg. acc. θυμάρην ὄλβον IG14.433 (Tauromenium):—also θυμήρης, ες (on the accent v. Hdn.Gr.2.65, al.), Hom. only in neut. as Adv., θυμῆρες κεράσασα Od.10.362: as Adj., ἔπος A.R.1.705; ἑταῖραι Mosch.2.29: also in later Prose, Luc.Am.43, Hdn.8.5.9: Comp., LXXWi.3.14: Sup., Ph.2.36, Sch.Nic.Al.577, and in form θυμερέστατος (sic) BCH27.330 (Bithynia). Adv. -ήρως Heph.Astr.3.11.

German (Pape)

[Seite 1222] ές, = θυμήρης, dem Herzen wohlgefallend, lieb u. werth, nach den Schol. so im Accent unterschieden; ἄλοχος Il. 9, 336 Od. 23, 232; σκῆπτρον 17, 199.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμᾱρής: -ές, (ἴδε ἐν ἄρθρῳ -ήρης) ἁρμόζων εἰς τὴν καρδίαν, δηλ. εὐάρεστος, ἀγαπητός, εὐφρόσυνος, ἄλοχον θυμαρέα (τὸ τοῦ Ὁρατίου placens uxor) Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Ψ. 232· σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν Ὀδ. Ρ. 199· - ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐν τῷ τύπῳ θυμῆρες (ἴδε κεράννυμι Ι. 2), Ὀδ. Κ. 362. - Παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ. ἀναφαίνεται ὁ τύπος θυμήρης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 705, Μόσχ., κλ.· ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἔρωσι 43, Ἡρῳδιαν. 8. 5. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ θυμᾱρὴς καὶ θυμήρης, ἴδε Εὐστ. 754. 61., 1946. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui charme le cœur, charmant, agréable.
Étymologie: θυμός, ἀραρίσκω.

Greek Monolingual

θυμαρής, -ές (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στην καρδιά, ευάρεστος, τερπνός, αγαπητός, ευφρόσυνοςσκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αρής < αραρίσκω «ταιριάζω»].

Greek Monotonic

θῡμᾱρής: -ές, (βλ. -ήρης), αυτός που ταιριάζει στην καρδιά, δηλ. ο ευχαριστημένος, προσφιλής, αγαπημένος, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., στον τύπο θυμῆρες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμᾱρής: и θῡμήρης 2 приятный сердцу, милый, дорогой (ἄλοχος, σκῆπτρον Hom.; βίος Luc.).

Middle Liddell

θῡμ-ᾱρής, ές
suiting the heart, i. e. well-pleasing, dear, delightful, Hom.:—neut. as adv. in the form θυμῆρες, Od.