ἀλάβαστος
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
[ᾰλᾰ-] or ἄλᾰβ-στρος, ὁ (ἡ, v.l. in
A Ev Marc.14.3), globular vase without handles for holding perfumes, often made of alabaster, Hdt.3.20, Ar.Ach.1053, Crates Com.15.6, Alex.62,143, etc. (ἀλάβαστος (or -ον) is the earlier Att. form, SIG102, cf. Ael.Dion.Fr.31, Men.990: Dor. acc. pl. ἀλαβάστρως Call.Lav.Pall.15) :—neut. ἀλάβαστρον IG2.745B4, 11(2).161B9 (Delos, iii B. C.), LXX 4 Ki.21.13 (cod. A), v.l. in Ev.Marc.14.3: pl. ἀλάβαστρα or -τα Theoc.15.114, AP9.153 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 88] ὁ, nach VLL. die att. Form für ἀλάβαστρος, Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, ἀγγεῖον ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. ἀλαβαστίτης), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον ἀλάβαστος, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἀρχαῖος καὶ ὀρθὸς τύπος ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ ἕτερος τύπος ἀλάβαστρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153.
French (Bailly abrégé)
att. réc. c. ἀλάβαστρος.
Greek Monolingual
ἀλάβαστος και -στρος, ο, η (Α)
το αλάβαστρο.
Greek Monotonic
ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, κουτί ή κασετίνα από αλάβαστρο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἀλάβαστρος είναι ο μεταγεν. τύπος στους Εβδ., σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· ουδ. ἀλάβαστρον, σε Καινή Διαθήκη· πληθ. ἀλάβαστρα ή -τα, σε Θεόκρ., Ανθ. (πιθ. ξεν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀλάβαστος: (ᾰλᾰ) ὁ = ἀλάβαστρος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: vase without handles for holding perfumes, often made from alabaster (Hdt.).
Other forms: later ἀλαβάστρος m., -τρον n.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Sethe Sb. Berl. Ak. 1933, 888f. explained the form as Egyptian, *`a-la-baste vase of the goddess Ebáste (= Bubastis); doubtful. Fur. 329 n. 26 uses the -ρ- as evidence for a substr. word, but it could be analogical; rather -st- could be Pre-Greek.
Middle Liddell
[Prob. a foreign word.]
a box or casket of alabaster, Hdt., Ar., etc.: ἀλάβαστρος is a later form in Lxx., NTest., Plut.
Frisk Etymology German
ἀλάβαστος: {alábastos}
Forms: später ἀλάβαστρος m. und ἀλάβαστρον n.
Meaning: Salbgefäß, oft aus sog. Alabaster gemacht (Hdt., Kom., Inschr.).
Derivative: Demin. ἀλαβάστιον (Eub.). Sonstige Ableitungen: ἀλαβάστριον n. und ἀλαβαστρίνη (sc. λιθοτομία) Alabasterbruch (Pap.); ἀλαβαστρίτης (λίθος) m. Alabaster, ἀλαβαστῖτις πέτρα (Kallix.), vgl. Redard Les noms grecs en -της 52; ἀλαβάστρινος (Pap.); ἀλαβαστρών m. Alabasterbruch mit ἀλαβαστρωνίτης Arbeiter eines Alabasterbruchs (Pap.), s. Redard 35.
Etymology : Nach Sethe BerlAkSb. 1933, 888f. aus ägypt. *‘a-la-baste Gefäß der Göttin Ebáste (= Bubastis).
Page 1,62