ἀψυχία
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A swooning, syncope, Id.VM10, Coac.222. II want of spirit, faintheartedness, A.Th.259,383, E.Alc.642, etc.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψῡχία: ἡ, ἔλλειψις ψυχῆς ἢ ζωῆς, λιποθυμία, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de cœur, lâcheté.
Étymologie: ἄψυχος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Mul.1.24, Hsch.
1 falta de ánimo ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος A.Th.259
•cobardía ἡ τἄρα διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.Alc.642, cf. 696, 717
•desesperación ἰέναι εἰς ἀψυχίαν Thphr.de elig.magistr.A 61.
2 medic. desfallecimiento, lipotimia ὑποχώρησις συχνὴ χολῆς ἐγένετο μετὰ ἀψυχίης Hp.Epid.7.108, ὀμμάτων ἀμαύρωσις ἅμα ἀψυχίῃ Hp.Coac.222, cf. Prorrh.1.113, Gal.16.755, ἀδυναμίη καὶ ἀ. Hp.l.c., cf. VM 10, ἢν ἀψυχίαι ἔχωσι καὶ μὴ ἰσχύῃ Hp.Mul.1.63, cf. Hsch.
•paro respiratorio ἐστὶ δὲ ὅτε ἅλες ἑλκύσας πάλιν ἀθρόον ἐξέπνει ὥσπερ ὑπ' ἀψυχίης Hp.Epid.7.1.
Greek Monolingual
η (Α ἀψυχία) άψυχος
δειλία, ολιγοψυχία.
Greek Monotonic
ἀψῡχία: ἡ, έλλειψη ζωής, έλλειψη πνεύματος, μικροψυχία, δειλία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψῡχία: ἡ робость, малодушие Aesch., Eur.
Middle Liddell
[from ἄψυχος
want of life: want of spirit, faint-heartedness, Aesch., Eur.