προϋποβάλλω

From LSJ
Revision as of 16:35, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "in de An." to "in de An.")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋποβάλλω Medium diacritics: προϋποβάλλω Low diacritics: προϋποβάλλω Capitals: ΠΡΟΫΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proüpobállō Transliteration B: proupoballō Transliteration C: proypovallo Beta Code: prou+poba/llw

English (LSJ)

   A put under first, Gal.11.138,18(2).568:—Med., put under as a foundation, Plu.2.966d, Them.in de An.49.6, al.:—Pass., to be prepared or ready as material, Luc.Hist.Conscr.51.

German (Pape)

[Seite 795] (s. βάλλω), vorher unterlegen, als Grundlage; Themist.; Luc. hist. conscrib. 51; auch med., Plut. sol. an. 10.

Greek (Liddell-Scott)

προϋποβάλλω: ὑποβάλλω ὡς θεμέλιον, Πλούτ. 2. 966D, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ― Παθητ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι ὡς ὑλικὸν πρὸς συγγραφήν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51.

French (Bailly abrégé)

jeter d’abord comme fondement ; Pass. être d’abord posé comme fondement;
Moy. προϋποβάλλομαι jeter d’abord comme fondement pour soi.
Étymologie: πρό, ὑποβάλλω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
υποβάλλω προηγουμένως κάτι
αρχ.
1. μέσ. προϋποβάλλομαι
τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.)
2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [[[ἱστορία]]] προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.).

Greek Monotonic

προϋποβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, υποβάλλω ως θεμέλιο — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προϋποβάλλω:
1) досл. подбрасывать, перен. доставлять: ὕλη προϋποβέβλητο Ἀθηναίων πεπορισμένων Luc. материал был доставлен афинскими поставщиками;
2) med., подкладывать или подстилать себе (τὰ στερεὰ κάρφη Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϋποβάλλω eerst onder... leggen, ter beschikking stellen: perf. pass.. ἡ ( ὕλη ) ὑπῆρχε και προϋπεβέβλητο het materiaal was aanwezig en stond hun ter beschikking Luc. 59.50.