κλύμενος

From LSJ
Revision as of 18:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλύμενος Medium diacritics: κλύμενος Low diacritics: κλύμενος Capitals: ΚΛΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: klýmenos Transliteration B: klymenos Transliteration C: klymenos Beta Code: klu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A = κλυτός, famous or infamous, Antim.68 (v. foreg. 4); ἔρως Theoc.14.26:—mostly as pr. n., Κλύμενος, god of the nether world, AP7.9 (Damag.), 189 (Aristodic.), Paus.2.35.4.

German (Pape)

[Seite 1457] part. syncop. von κλύω, wie κλυτός, gerühmt, gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κλύμενος: ῠ, η, ον, = κλυτός, ἔνδοξος (ἐπὶ καλοῦ) ἢ διαβόητος (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον ὄνομα, Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ κάτω κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
renommé, célèbre.
Étymologie: κλύω.

Greek Monolingual

κλύμενος- ένη, -ον (Α)
1. κλυτός, ένδοξος, φημισμένος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, διαβόητος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κλύμενος
θεός του κάτω κόσμου
4. το ουδ. ως ουσ. τo κλύμενον
α.) ονομασία φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών
β) (κατά τον Ησύχ.) κισσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλύω.

Greek Monotonic

κλύμενος: [ῠ], -η, -ον = κλυτός, διάσημος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κλύμενος: (ῠ)
1) славный, знаменитый, известный (ἔρως Theocr.);
2) euphem. Anth. = Ἃϊδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλύμενος -η -ον [κλύω] beroemd.

Middle Liddell

κλύ˘μενος, η, ον = κλυτός
famous, Theocr.