αὐτοφόντης

From LSJ
Revision as of 14:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοφόντης Medium diacritics: αὐτοφόντης Low diacritics: αυτοφόντης Capitals: ΑΥΤΟΦΟΝΤΗΣ
Transliteration A: autophóntēs Transliteration B: autophontēs Transliteration C: aftofontis Beta Code: au)tofo/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A murderer of kin, E.Med.1269; prob. corrupt in S.El.272; στρῆνος Lyc.438.

German (Pape)

[Seite 404] ὁ, Selbstmörder, v. l. Soph. El. 264; Eur. Med. 1269; στρῆνος Lycophr. 438.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόντης: -ου, ὁ φονεύς, Εὐρ. Μήδ. 1260.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tue de sa main, meurtrier.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ asesino de la propia familia ὁ αὐ. ... πατρός S.El.272, cf. E.Med.1269, αἱ Νυκτὸς κόραι πρὸς αὐτοφόντην στρῆνον ὥπλισαν μόρου Lyc.438.

Greek Monolingual

αὐτοφόντης, ο (Α)
ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοφόντης: -ου, ὁ, = το προηγ., ο δολοφόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοφόντης: ου ὁ убийца близких Eur.

Middle Liddell

= αὐτοφόνος
a murderer, Eur.