θεόσεπτος

From LSJ
Revision as of 21:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσεπτος Medium diacritics: θεόσεπτος Low diacritics: θεόσεπτος Capitals: ΘΕΟΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theóseptos Transliteration B: theoseptos Transliteration C: theoseptos Beta Code: qeo/septos

English (LSJ)

ον,    A feared as divine, βροντή Ar.Nu.292; holy, Orac. ap. Jul.Ep.89b.    II Act.,= θεοσεβής, Man.4.427.

German (Pape)

[Seite 1198] wie ein Gott zu verehren, Ar. Nubb. 292; – Gott verehrend, Man. 4, 427.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσεπτος: -ον, ὃν σέβεται, τιμᾷ τις ὡς θεόν, ὡς θεῖον, βροντὴ Ἀριστοφ. Νεφ. 292. ΙΙ. ἐνεργ.= θεοσεβής, Μανέθων 4. 427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’il faut honorer comme un dieu;
2 qui honore la divinité.
Étymologie: θεός, σέβω.

Greek Monolingual

θεόσεπτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό
2. άγιος, όσιος
3. ευσεβής, θεοσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν-σεπτος, περί-σεπτος].

Greek Monotonic

θεόσεπτος: -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν θεός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεόσεπτος: внушающий благоговейный страх, т. е. божественный (βροντή Arph.).

Middle Liddell

θεό-σεπτος, ον
feared as divine, Ar.