Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καινότης

From LSJ
Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινότης Medium diacritics: καινότης Low diacritics: καινότης Capitals: ΚΑΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: kainótēs Transliteration B: kainotēs Transliteration C: kainotis Beta Code: kaino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A newness, freshness, Plu.Per.13; αἱ τῶν δερμάτων -τητες Philostr.Ep.18.    2 novelty, λόγου Th.3.38; τῶν εὑρημένων Isoc.10.2; Χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν… ὅσ' ἄν τις καινότητ' ἔχειν δοκῇ Anaxandr.54.6; ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς κ. D.H.Amm.2.3: pl., καινότητες novelties, Isoc.2.41; αἱ κ. καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D.C. 44.3.

German (Pape)

[Seite 1295] ητος, ἡ, Neuheit; plur., Isocr. 2, 41; Ath. III, 99 c; oft Plut., bes. mit dem Nebenbegriffe des Ungewöhnlichen, Mar. 61; αἱ καινότητες καὶ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D. C. 44, 3.

Greek (Liddell-Scott)

καινότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ καινός, τὸ καινόν, ἀπανθεῖ τις καινότης ἀεὶ ἄθικτον ὑπὸ τοῦ χρόνου διατηροῦσα τὴν ὄψιν, περὶ τῶν οἰκοδομημάτων ἃ ἐγένοντο ἐπὶ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 13, Φιλόστρ. 922. 2) καὶ μετὰ καινότητος μὲν λόγου ἀπατᾶσθαι ἄριστοι, εἰς τὸ νὰ ἀπατᾶσθε ὑπὸ λόγου καινοῦ εἶσθε ἄριστοι, Θουκ. 3. 38· ἐπὶ τῇ καινότητι τῶν εὑρημένων Ἰσοκρ. 208Β· χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν.. ὅσ’ ἄν τις καινότητ’ ἔχειν δοκῇ Ἀναξανδ. ἐν Ἀδήλ. 3· ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς καινότης Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. Ἐπ. β΄, 3· πληθ. καινότητες, νέα πράγματα, Ἰσοκρ. 23Α· αἱ καινότητες καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν Δίων Κ. 44. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 nouveauté, fraîcheur;
2 nouveauté, singularité.
Étymologie: καινός.

English (Strong)

from καινός; renewal (figuratively): newness.

English (Thayer)

καινότητος, ἡ (καινός), newness: ἐν καινότητι πνεύματος, in the new state (of life) in which the Holy Spirit places us, ἐν καινότητι ζωῆς in a new condition or state of (moral) life, εἰς καινοτητα ἀϊδίου ζωῆς, so as to produce a new state which is eternal life, Ignatius ad Ephesians 19 [ET]; among secular writers it is used by Thucydides 3,38; Isocrates, Athen., others; often by Plutarch (applied to the 'novelties' of fashion (French nouveaute))).

Greek Monolingual

καινότης, ἡ (Α) καινός
1. η καινούργια κατάσταση ενός πράγματος, η νέα μορφή («αἱ τῶν δερμάτων καινότητες», Φιλόστρ.)
2. η ιδιότητα του καινοφανούς, η πρωτοτυπία, το καινοφανές («καινότης λόγου», Θουκ.)
3. στον πληθ. αἱ καινότητες
νέα πράγματα («αἱ καινότητες καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν», Δίων Κ.).

Greek Monotonic

καινότης: -ητος, ἡ (καινός),
1. νέα και προσφάτως ισχύουσα κατάσταση, σε Πλούτ.
2. νεωτερισμός, πρωτοτυπία, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

καινότης: ητος ἡ тж. pl. новизна, новая черта (λόγου Thuc.; τῶν εὑρημένων Isocr.; κ. ἄθικτος ὑπὸ τοῦ χρόνον Plut.): κ. ζωῆς NT обновленная жизнь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινότης -ητος, ἡ [καινός] nieuwheid, frisheid:; ἐπανθεῖ καινότης ἀεί τις er straalt nog altijd een zekere frisheid van af Plut. Per. 13.5; καινότης πνεύματος de nieuwe orde van de Geest NT Rom. 7.6; originaliteit:. μετὰ καινότητος... λόγου ἀπατᾶσθαι ἄριστοι u bent er meesters in u te laten verleiden door de originaliteit van een argument Thuc. 3.38.5; αἱ καινότητες originele ideeën Isocr. 2.41.

Middle Liddell

καινότης, ητος, καινός
1. newness, freshness, Plut.
2. novelty, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:kainÒthj 開挪帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:新(的)
字義溯源:更新,新,新樣;源自(καινός)*=新)
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編
1) 新樣(2) 羅6:4; 羅7:6

English (Woodhouse)

newness, novelty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)