κλαυθμός
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Il.24.717, Od.4.212,801, 17.8, A.Ag.1554 (pl., lyr.), Hdt. 1.111, 3.14, etc.; A κλαυθμοὶ παίδων Arist.Pol.1336a35, cf. LXX Ge.45.2, al., Ev.Matt.8.12, Plu.Rom.19; κ. μετὰ δακρύων D.S.32.6.
German (Pape)
[Seite 1446] ὁ, das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταθάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυθμός: ὁ, (κλαίω) κλαῦμα, θρῆνος, Ἰλ. Ω. 717, Ὀδ. Δ. 212, 801., Ρ. 8, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1554· καὶ παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, κλαυθμοὶ παίδων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 6· κλ. μετὰ δακρύων Διόδ. 32. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: κλαίω.
English (Strong)
from κλαίω; lamentation: wailing, weeping, X wept.
English (Thayer)
κλαυθμοῦ, ὁ (κλαίω); from Homer down; the Sept. for בְּכִי; weeping, lamentation: Acts 20:37.
Greek Monolingual
ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός)
κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» — γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά
νεοελλ.-μσν.
έντονο παράπονο
μσν.
1. θλιβερός σκοπός
2. θλίψη
3. δάκρυα χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυ- του κλαίω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλαυ-σ-α) + επίθημα -θμός (πρβλ. κινη-θμός, μυκη-θμός)].
Greek Monotonic
κλαυθμός: ὁ (κλαίω), θρήνος, οιμωγή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κλαυθμός: ὁ плач, рыдание (κ. καὶ στοναχή Hom.; κλαυθμοὶ παίδων Arst.): ὁ κ. καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων NT плач и скрежет зубовный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυθμός -οῦ, ὁ [κλαίω] weeklacht.
Middle Liddell
κλαυθμός, οῦ, κλαίω
a weeping, Hom., Hdt., Aesch.
Chinese
原文音譯:klauqmÒj 克老特摩士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:慟哭(著) 相當於: (בְּכִי)
字義溯源:哀哭,哭,喊叫,號咷;源自(κλαίω)*=鳴咽)。參讀 (κλαίω)同源字
出現次數:總共(8);太(6);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 哀哭(7) 太8:12; 太13:42; 太13:50; 太22:13; 太24:51; 太25:30; 路13:28;
2) 哭(1) 徒20:37