ξεναπάτης

From LSJ
Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾰπάτης Medium diacritics: ξεναπάτης Low diacritics: ξεναπάτης Capitals: ΞΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: xenapátēs Transliteration B: xenapatēs Transliteration C: ksenapatis Beta Code: cenapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειν-, (ἀπατάω)    A one who cheats strangers, Pi.O.10(11).34.    2 one who betrays his host, Ibyc.Oxy.1790i10, E.Med.1392 (anap.).    II a treacherous breeze within a harbour, while another is blowing at sea, AB109.

German (Pape)

[Seite 276] ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, (ἀπατάω) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς ἄνεμος ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἄλλος ἄνεμος πνέει εἰς τὸ πέλαγος, «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

Greek Monolingual

ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά τους ξένους
2. αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί
3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -απάτης (< απατῶ), πρβλ. φρεν-απάτης, ψυχ-απάτης].

Greek Monotonic

ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- (ἀπατάω), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενᾰπάτης: дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. ξεινᾰπάτης, ου (πᾰ) adj. m
1) обманывающий чужеземцев Pind.;
2) обманывающий гостя, нарушитель законов гостеприимства (ψεύδορκος καὶ ξ. Eur.).

Middle Liddell

ξεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπατάω
one who cheats strangers, or who cheats his host, Eur.

English (Woodhouse)

one who deceives his host

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)