προσπαρακαλέω

From LSJ
Revision as of 19:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρακᾰλέω Medium diacritics: προσπαρακαλέω Low diacritics: προσπαρακαλέω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: prosparakaléō Transliteration B: prosparakaleō Transliteration C: prosparakaleo Beta Code: prosparakale/w

English (LSJ)

   A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2.    2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.

Greek Monotonic

προσπαρακαλέω: μέλ. -έσω,
1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε Θουκ.
2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παρακαλέω er nog bij roepen; Thuc.; ook nog uitnodigen. Luc.

Russian (Dvoretsky)

προσπαρακᾰλέω:
1) сверх того призывать (τοὺς ξυμμάχους Thuc.);
2) сверх того побуждать (τινα εἶνοι или ποιεῖν τι Polyb., Luc.).

Middle Liddell

fut. έσω
1. to call in besides, invite, Thuc.
2. to exhort besides, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον Polyb.