στεγαστρίς
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194. II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].
Greek Monotonic
στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
στεγαστρίς: ίδος adj. f служащая покровом (διφθέρα Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.
Middle Liddell
στεγαστρίς, ίδος, ἡ, στεγάζω
that serves for covering, Hdt.