φιλόπρωτος

From LSJ
Revision as of 09:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόπρωτος Medium diacritics: φιλόπρωτος Low diacritics: φιλόπρωτος Capitals: ΦΙΛΟΠΡΩΤΟΣ
Transliteration A: philóprōtos Transliteration B: philoprōtos Transliteration C: filoprotos Beta Code: filo/prwtos

English (LSJ)

ον,    A fond of being first, Plb (?). Fr. (post 29.18) ap.Suid. s.v. πρωτόπειρος, Plu.2.471d, Artem.2.32, etc.; τὸ φ., = φιλοπρωτεία, Plu.Sol.29, Alc.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1284] gern der Erste sein wollend, nach dem ersten Range, der Oberherrschaft strebend, Artemid. 3, 32; τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Plut. Sol. 29 Alcib. 2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπρωτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ εἶναι πρῶτος, φιλότιμος καὶ φιλόνεικος καὶ φιλόπρωτος ἦν Πολυβ. Γραμματ. Ἀποσπ. 115, Πλούτ., κλπ.· τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Πλουτ. Σόλων 59, Ἀλκ. 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à primer, qui ambitionne le premier rang ; τὸ φιλόπρωτον désir de primer.
Étymologie: φίλος, πρῶτος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόπρωτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που επιθυμεί να έχει πάντα τα πρωτεία, που αγωνίζεται να είναι πάντα πρώτος
2. αρχομανής, φίλαρχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπρωτον
η φιλοπρωτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πρῶτος (πρβλ. παντά-πρωτος)].

Greek Monotonic

φῐλόπρωτος: -ον, αυτός που αγαπά να είναι πρώτος· τὸ φιλόπρωτον, προθυμία να είναι κανείς πρώτος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόπρωτος: стремящийся к первенству Polyb., Plut.

Middle Liddell

φῐλό-πρωτος, ον,
fond of being first: τὸ φιλόπρωτον eagerness to be first, Plut.