ἐγκαταβαίνω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A go down into, put oneself in, c. acc., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα Pi.N.1.38: c. dat., dub. l. in D.S.14.28; εἰς . . Gal. UP2.15: abs., Id.8.686.
German (Pape)
[Seite 705] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen, sich hineinlegen; σπάργανον ἐγκατέβα Pind. N. 1, 38; τινί D. Sic. 14, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταβαίνω: καταβαίνω κάτω εἰς, ἐντίθεμαι, μετ’ αἰτ., κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα, «εἰς κροκοβαφὲς ὕφασμα ἐνετέθη σπαργανωθεὶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. 58· μετὰ δοτ., Διόδ. 14. 28.
English (Slater)
ἐγκᾰτᾰβαίνω
1 come down into i. e. be laid in κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα sc. the infant Herakles (N. 1.38)
Spanish (DGE)
• Morfología: [beoc. perf. part. sg. nom. ἐνκαταβεβάων SEG 44.414.5 (Lebadea IV a.C.)]
1 adentrarse c. ac. κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα se acostó en sus pañales color azafrán Pi.N.1.38, c. εἰς y ac. Gal.3.143
•del tacto presionar en una superficie blanda οἷον ἐγκαταβαινούσῃ (ἁφῇ) πως ὑπείκοντα Gal.8.686.
2 bajar, descender al antro de Trofonio SEG l.c.
Greek Monolingual
ἐγκαταβαίνω (Α)
κατεβαίνω, μπαίνω μέσα σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταβαίνω: спускаться, входить (σπάργανον Pind.; κατὰ κλιμάκων ταῖς οἰκίαις Diod.).