ἐπαρωγή

From LSJ
Revision as of 19:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρωγή Medium diacritics: ἐπαρωγή Low diacritics: επαρωγή Capitals: ΕΠΑΡΩΓΗ
Transliteration A: eparōgḗ Transliteration B: eparōgē Transliteration C: eparogi Beta Code: e)parwgh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπαρήγω)    A help, aid, A.R.1.302; ἐπαρωγὴν ποιεῖσθαί τινι Charond. ap. Stob.4.2.24.    II ἐ. τινος aid against a thing, Orac. ap. Luc.Alex.28: hence, opposition, IG14.2012A5.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρωγή: ἡ, (ἐπαρήγω), ἀρωγή, ἐπικουρία, βοήθεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. ἐπαρωγή τινος, βοήθεια κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· ἐντεῦθεν, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
secours : τινος remède contre qch.
Étymologie: ἐπαρήγω.

Greek Monolingual

ἐπαρωγή, η (Α)
1. βοήθεια, επικουρία
2. βοήθεια εναντίον κάποιου
3. αντίσταση, εναντίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»].

Greek Monotonic

ἐπᾰρωγή: ἡ, βοήθεια, αρωγή, εναντίον κάποιου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰρωγή: ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).

Middle Liddell

ἐπᾰρωγή, ἡ,
help, aid, against a thing, Luc.