πλεθριαῖος

From LSJ
Revision as of 10:34, 24 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεθριαῖος Medium diacritics: πλεθριαῖος Low diacritics: πλεθριαίος Capitals: ΠΛΕΘΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: plethriaîos Transliteration B: plethriaios Transliteration C: plethriaios Beta Code: pleqriai=os

English (LSJ)

α, ον,    A of the size of a πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11; ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a; δράκων μῆκος π. Str.16.2.17.

German (Pape)

[Seite 628] von der Größe des πλέθρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεθριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλεθριαῖος: -α, -ον, ἑνὸς πλέθρου, ἰσόμετρος πλέθρῳ, φοίνικες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ποταμὸς τὸ εὖρος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5. 4. γέφυρα πλ. τὸ πλάτος οὖσα Πλάτ. Κριτί. 116Α· δράκων μῆκος πλ. Στράβ. 755.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la longueur ou de l’étendue d’un arpent.
Étymologie: πλέθρον.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλεθριαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μεδιμν-ιαίος)].

Greek Monotonic

πλεθριαῖος: -α, -ον (πλέθρον), πλατύς ή φαρδύς ίσα με ένα πλέθρο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεθριαῖος -α -ον [πλέθρον] een plethron groot.

Russian (Dvoretsky)

πλεθριαῖος: величиной в (один) плетр (φοίνικες Xen.): τὸ εὖρος π. Xen. и π. τὸ πλάτος Plat. шириною в плетр.

Middle Liddell

πλεθριαῖος, η, ον πλέθρον
broad or long, Xen.