κέρασμα
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ατος, τό, A mixture, Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.VP15.64 (pl.). 2 drink poured out (cf. κεράννυμι 1.1), IGRom.4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8. 3 mixed disease, Gal.9.675.
German (Pape)
[Seite 1422] τό, das Gemischte, bes. Mischtrank, Hippocr. u. Sp., bes. von gemischtem Wein.
Greek (Liddell-Scott)
κέρασμα: τό, μεμιγμένον τι, μῖγμα, μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, οἷον ὁ κυκεών, Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., κύπελλον πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κέρασμα) κεράννυμι
νεοελλ.
1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος
2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια
3. φιλοδώρημα σε χρήμα
μσν.
κύπελλο γεμάτο κρασί
αρχ.
1. μίγμα, κράμα
2. κράμα από διάφορα ποτά
3. ασθένεια που προέρχεται από διάφορες αιτίες.