πανσυδί

From LSJ
Revision as of 19:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανσῠδί Medium diacritics: πανσυδί Low diacritics: πανσυδί Capitals: ΠΑΝΣΥΔΙ
Transliteration A: pansydí Transliteration B: pansydi Transliteration C: pansydi Beta Code: pansudi/

English (LSJ)

or πανσυ-δεί, Adv., (σεύομαι) A with all one's force, hence = πανστρατιᾷ, π. διεφθάρθαι utterly, Th.8.1, cf. Pherecr.31, D.H.5.46: written πασσυδί X.Cyr.1.4.18, Onos.42.12, v.l. for sq. in X.HG4.4.9, Ages.2.19.

Greek (Liddell-Scott)

πανσυδί: ἢ -δεί, Ἐπίρρ. (√ΣΥ, σεύομαι) μετὰ πάσης δυνάμεως, ὅθεν = πανστρατιᾷ ἢ πανδημί, π. βοηθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 9, Ἀγησ. 2. 19˙ πασσυδὶ (οὕτως ὁ Βεκκῆρ.) διεφθάρθαι, παντελῶς, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Αὐτομόλοις» 11, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec toutes les forces réunies;
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶν, σεύω.

Greek Monolingual

και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α
επίρρ.
1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.)
2. παντελώς
3. με κάθε προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. συ- του σεύομαι «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. ἐσ-σύ-μην) με οδοντική παρέκταση -δ- + επιρρμ. κατάλ. -ί( / ην) / -εί. Ο τ. πασσυδεί με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -σ-. Τέλος, το επίρρ. πανσυδί έχει ευρύ σημασιολογικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται τόσο στο στρατιωτικό λεξιλόγιο με σημ. «με όλο το στράτευμα» όσο και με τη γενικότερη σημ. «με όλες τις δυνάμεις, παντελώς, γρήγορα»].

Greek Monotonic

πανσῠδί: ή -δεί, επίρρ., (σεύομαι), με όλη τη δύναμη· πανσυδὶ διεφθάραι, παντελώς, απόλυτα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πανσῠδί: Xen. πασσῠδί adv. σεύω
1) всеми силами (βοηθεῖν Xen.);
2) окончательно, наголову (διεφθάρθαι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανσυδί ook πασσυδί [πᾶς, σεύω] adv., met de hele krijgsmacht; uitbr. geheel en al.

Frisk Etymological English

(-εί)
Grammatical information: adv.
Meaning: rushing in collectively or jointly, with the entire army (Th., Pherecr., X.).
Other forms: assim. πασσ-.
Derivatives: -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X.) id., also in a great hurry (cf. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (EM, H. s. πασσύριον); -δόν together (Nonn.). Denom. vb. πασ<σ>υ-διάζω to assemble (Cyme; empire.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of πάν and σεύομαι (σύ-το) with adv. -δί (cf. σύ-δην), -δίᾳ, -δίην, -δόν; on the suffixes Schwyzer 623 a. 626.

Middle Liddell

[σεύομαι]
with all one's force; π. διεφθάρθαι utterly, Thuc.

Frisk Etymology German

πανσυδί: (-εί),
{pansŭdí}
Forms: assim. πασσ-
Meaning: ‘insgesamt od. gemeinsam einherstürmend, mit der ganzen Heeresmacht’ (Th., Pherekr., X. u.a.),
Derivative: -δίῃ (Il., A. R.), -δίᾳ (E., X. u.a.) ib., auch in aller Eile (vgl. Leumann Hom. Wörter 190), -δίην (EM, H. s. πασσύριον); -δόν zusammen (Nonn.). Denom. Vb. πασ<σ>υδιάζω versammeln (Kyme; Kaiserz.).
Etymology : Zusammenbildung von πάν und σεύομαι (σύτο) mit adv. -δί (vgl. σύδην), -δίᾳ, -δίην, -δόν; zu den Suffixen Schwyzer 623 u. 626.
Page 2,471