πηκτικός

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτικός Medium diacritics: πηκτικός Low diacritics: πηκτικός Capitals: ΠΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pēktikós Transliteration B: pēktikos Transliteration C: piktikos Beta Code: phktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A freezing, Thphr.CP6.1.3 : Comp., ib.5.14.3. 2 coagulating, curdling, γάλακτος Dsc.1.128.

German (Pape)

[Seite 609] zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηκτός
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.