προκαταβάλλω

From LSJ
Revision as of 21:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταβάλλω Medium diacritics: προκαταβάλλω Low diacritics: προκαταβάλλω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prokatabállō Transliteration B: prokataballō Transliteration C: prokatavallo Beta Code: prokataba/llw

English (LSJ)

A apply first, Heliod. ap. Orib.48.35.2 (Pass.):—also in Pass., to be swallowed first, Ph.1.320. II Med., lay the foundations of before, Id.2.476; θέατρον, οἰκοδομήματα, D.C.43.49, 57.10: metaph., τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας Andronic.Rhod.p.577 M.:—Pass., Ph.1.405, al. III Pass., to be previously overcome, exhausted, Gal.19.601.

German (Pape)

[Seite 728] (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταβάλλω: καταβάλλω πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., καταβάλλω τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, θέατρον, οἰκοδόμημα, κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνωπροκαταβάλλω το ενοίκιο»)
αρχ.
1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων
2. εφαρμόζω πρώτος
3. σπέρνω από πριν
4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα
5. δηλώνω, αναφέρω προηγουμένως
6. εξευτελίζω, ταπεινώνω εκ τών προτέρων
7. κατατρομάζω από πριν
8. μέσ. προκαταβάλλομαι
σωριάζω, καταστρέφω τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων
9. παθ. α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από πριν («τὸ μηρυκώμενον τὴν προκαταβληθεῑσαν ἐπιλεαίνει τροφήν», Φίλ.)
β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι προηγουμένως.