προσστείχω

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσστείχω Medium diacritics: προσστείχω Low diacritics: προσστείχω Capitals: ΠΡΟΣΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: prossteíchō Transliteration B: prossteichō Transliteration C: prossteicho Beta Code: prosstei/xw

English (LSJ)

A go or come towards, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Od.20.73; δεῦρο π. S.OC30, cf. 320, OT79 (in codd. of S. always προστ-).

German (Pape)

[Seite 780] hinzugehen, προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον, Od. 20, 73, sie schritt auf den Olymp zu.

Greek (Liddell-Scott)

προσστείχω: ἔρχομαι ἢ πορεύομαι πρός, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Ὀδ. Υ. 73· δεῦρο πρ. Σοφ. Ο. Κ. 30, πρβλ. 320, Ο. Τ. 70.

French (Bailly abrégé)

f. προστείξω, ao.2 προσέστιχον;
s’avancer vers, acc..
Étymologie: πρός, στείχω.

Greek Monolingual

Α έρχομαι ή πορεύομαι προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + στείχω «βαδίζω»].

Greek Monotonic

προσστείχω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ -έστῐχον· πηγαίνω ή προχωρώ μπροστά, σε Ομήρ. Οδ.· δεῦροπροστείχω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσστείχω: подходить, приходить (Ὄλυμπον Hom.): οἵδε Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι Soph. эти (люди) сообщают мне о прибытии Креонта.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-στείχω, aor. 3 sing. προσέστιχε, naar... toegaan.

Middle Liddell

fut. ξω aor2 -έστῐχον
to go or come towards, Od.; δεῦρο πρ. Soph.