συγχορηγός

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορηγός Medium diacritics: συγχορηγός Low diacritics: συγχορηγός Capitals: ΣΥΓΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: synchorēgós Transliteration B: synchorēgos Transliteration C: sygchorigos Beta Code: sugxorhgo/s

English (LSJ)

όν, A sharing with a partner in the expense, D.29.28.

German (Pape)

[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.

Greek Monolingual

-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συγχορηγός: -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον άλλο μέρος των εξόδων, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συγχορηγός: ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem.

Middle Liddell

συγ-χορηγός, όν
a fellow-choragus: generally, sharing with a partner in the expense, Dem.