σύριγμα

From LSJ
Revision as of 12:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύριγμα Medium diacritics: σύριγμα Low diacritics: σύριγμα Capitals: ΣΥΡΙΓΜΑ
Transliteration A: sýrigma Transliteration B: syrigma Transliteration C: syrigma Beta Code: su/rigma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, A sound of a pipe, in pl., E.Ba.952, Ar.Ach. 554; whistling, κυνορτικὸν σ. S.Ichn.167; ἀνέμων Orph.H.34.25; hissing of the serpent Pytho, Pae.Delph.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1040] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.

Greek (Liddell-Scott)

σύριγμα: [ῡ], τό, ὁ ἦχος σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sifflement, son sifflant.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.

Greek Monolingual

και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν συρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρίζω, ο ήχος της σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», Ευρ.)
2. συριστικός ήχος, συριγμός («ἐκφωνεῑται τὸ σ τοῡ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας λεπτὸν καὶ στενὸν ἐξωθοῡντος τὸ σύριγμα», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
(κυρίως στο θέατρο) αποδοκιμασία με σφύριγμα.

Greek Monotonic

σύριγμα: [ῡ], -ατος, τό (συρίζω), ήχος, σφύριγμα αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur. ):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.

Russian (Dvoretsky)

σύριγμα: ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.

Middle Liddell

σύ¯ριγμα, ατος, τό, συρίζω
the sound of a pipe, Eur., Ar.