ἀμφινεικής

From LSJ
Revision as of 17:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινεικής Medium diacritics: ἀμφινεικής Low diacritics: αμφινεικής Capitals: ΑΜΦΙΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: amphineikḗs Transliteration B: amphineikēs Transliteration C: amfineikis Beta Code: a)mfineikh/s

English (LSJ)

ές, A contested on all sides, eagerly wooed, of Helen, A. Ag.686; of Deïanira, S.Tr.104 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 141] ές, umstritten, des Streites werth, Helena, Aesch. Ag. 672; Deianira, Soph. Tr. 104.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινεικής: -ές, περιμάχητος, περιζήτητος, περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686· περὶ τῆς Δηϊανείρας, Σοφ. Τρ. 104: πρβλ. ἀμφιμάχητος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
disputé, digne d’être disputé.
Étymologie: ἀμφί, νεικέω.

Spanish (DGE)

-ές
disputadode Helena, A.A.686, de Deyanira, S.Tr.104, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφινεικής, -ές (Α)
αυτός που τον διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος.

Greek Monotonic

ἀμφινεικής: -ές (νεῖκος), περιμάχητος, περιζήτητος, αυτός που επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινεικής: всеми оспариваемый, т. е. которого все домогаются (Ἑλένη Aesch.; Δηϊάνειρα Soph.).

Middle Liddell

νεῖκος
contested on all sides, eagerly wooed, Aesch., Soph.