μετακυλίνδω

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῠλίνδω Medium diacritics: μετακυλίνδω Low diacritics: μετακυλίνδω Capitals: ΜΕΤΑΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: metakylíndō Transliteration B: metakylindō Transliteration C: metakylindo Beta Code: metakuli/ndw

English (LSJ)

A roll to another place, roll over, μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Ar.Ra.536:—also μετα-κῠλίω [ῑ], Paul. Aeg.6.74:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2.

Greek Monolingual

μετακυλίνδω (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)
κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ
μσν.
(μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, -έομαι
(για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυλίνδω «κυλώ»].