ἠθοποιός

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθοποιός Medium diacritics: ἠθοποιός Low diacritics: ηθοποιός Capitals: ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ēthopoiós Transliteration B: ēthopoios Transliteration C: ithopoios Beta Code: h)qopoio/s

English (LSJ)

όν, forming character, ἠ. τὸ θερμόν Arist. Pr. 955a32 ; μέλη S.E. M. 6.36 ; παιδεύσεις Plu. Them. 2 ; τὸ ἠ., = ἠθοποιΐα (formation of character, delineation of character) 1, Id. 2.660c.

German (Pape)

[Seite 1157] die Sitten, den Charakter bildend; παίδευσις Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθοποιός: -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, μέλη Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· παίδευσις Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν μᾶλλον ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = ἠθοποιία, ὁ αὐτ. 2. 660Β.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui forme le caractère.
Étymologie: ἦθος, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (AM ἠθοποιός, -όν)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ηθοποιός
αυτός που έχει ως επάγγελμα το να υποδύεται στο θέατρο ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο θεατρικός υποκριτής, ο θεατρίνος
2. μτφ. αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο θεατρίνος της ζωής
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το ήθος, τον χαρακτήρα, ηθοπλαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθοποιόν
η ηθοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. βροχο-ποιός, κακο-ποιός. Στη νέα ελλ. η σημασία της λ. «εκείνος που διαπλάθει το ήθος» εξελίχθηκε στη σημ. «εκείνος που αναπαριστά το ήθος» και έτσι το ηθοποιός αντικατέστησε το αρχ. υποκριτής, που με τη σειρά του έλαβε στη νέα ελλ. άλλη σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].

Greek Monotonic

ἠθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που διαμορφώνει χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἠθοποιός: воспитывающий нравы, влияющий на душевный облик (τὸ θερμὸν χαὶ ψυχρόν Arst.; παίδευσις Plut.; μέλη Sext.).

Middle Liddell

ἠθο-ποιός, όν ποιέω
forming character, Plut.