ἐξολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξολισθαίνω Medium diacritics: ἐξολισθαίνω Low diacritics: εξολισθαίνω Capitals: ΕΞΟΛΙΣΘΑΙΝΩ
Transliteration A: exolisthaínō Transliteration B: exolisthainō Transliteration C: eksolisthaino Beta Code: e)colisqai/nw

English (LSJ)

later for ἐξολισθάνω.

German (Pape)

[Seite 885] (s. ὀλισθαίνω), herausgleiten, herausschlüpfen, Eur. Phoen. 1383 Ar. Par 140; τὰς διαβολάς, den Verleumdungen entgehen, Eq. 491; dem Gedächtniß entfallen, Eccl. 286; auch τινός, Arist. H. A. 8, 2, Plut. Cat. mai. 20; auch ἐς ἡδονάς, unvermerkt dahinein gerathen, Hdn. 1, 3, 4; – τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι, auseinanderkommen, Plut. Pyth. or. 8.

French (Bailly abrégé)

1 dévier ou s’écarter en glissant;
2 fig. glisser hors de, échapper.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

(AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) ολισθάνω
1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ
2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. ξεφεύγω, διαφεύγω
2. (για φύλλα) πέφτω
3. ξεφεύγω από τη μνήμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐξολισθαίνω: атт. ἐξολισθάνω
1) выскальзывать (δι᾽ ὑγρότητα ἐ. Plut.; διὰ τὴν τραχύτητα οὐχ ἐ. Arst.): ἐκ δέ οἱ ἥπαρ ὄλισθεν Hom. у него (Троя) вывалилась печень: ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην Eur. чтобы железо соскользнуло (по щиту) понапрасну, т. е. не поразив тела;
2) перен. ускользать: ἐ. διαβολάς Arph. ускользать от клеветы; ὡς μή ποτ᾽ ἐξολίσθῃ Arph. чтобы (это слово) не ускользнуло как-л., т. е. не выпало из памяти.