τρῦπα
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
A ἡ. hole, Eust.1069.19 (ubi τρύπα), Gloss.; ἡ τοῦ μυὸς τ. Hdn. Epim.89; but τρύπη, ib.136, AP14.62; αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Hsch. s.v. παραπλασμός.
Greek (Liddell-Scott)
τρῦπα: ἡ, (τρύω) ὡς καὶ νῦν, ὀπή, Εὐστ. 1069. 19· ἡ τοῦ μυὸς τρ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 89· ἀλλὰ τρύπη, αὐτόθι 136, Ἀνθ. Π. 14. 62· αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Ἡσύχ. ἐν λ. παραπλασμός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α
1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή
2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη
νεοελλ.
1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια
2. μτφ. κατάστημα ή δωμάτιο με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια τρύπα» β. «παρά το γεγονός ότι το μαγαζί του είναι μια τρύπα, αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)
3. συνεκδ. αιδοίο ή πρωκτός
4. φρ. α) «βουλλώνω τρύπες»
μτφ. καλύπτω μια ανάγκη, εξοφλώ χρέη
β) «κάνω μια τρύπα στο νερό»
μτφ. κάνω κάτι εντελώς ανώφελο, ματαιοπονώ
5. παροιμ. «η αλεπού στην τρύπα της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρήματος τρυπῶ].