ἐξεπίσταμαι

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπίσταμαι Medium diacritics: ἐξεπίσταμαι Low diacritics: εξεπίσταμαι Capitals: ΕΞΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: exepístamai Transliteration B: exepistamai Transliteration C: eksepistamai Beta Code: e)cepi/stamai

English (LSJ)

A know thoroughly, τι Hdt.2.43, 5.93: c. part., know well that .., ἐ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα Id.1.190, cf. S.OC1584; τὸν θεὸν τοιοῦτον (sc. ὄντα) ἐ. Id.Fr.771: c. inf., know well how to do, Id.Ant.480: with εὖ, Hdt.3.146, A.Ag.838; καλῶς S.OC417, etc.: c. acc. et inf.; know that, Id.Ant.293. II know by heart, τὸν λόγον Pl.Phdr.228b.

German (Pape)

[Seite 877] (s. ἐπίσταμαι), genau wissen, verstehen; εὖ Aesch. Ag. 812; Soph. O. C. 560; αὕτη δ' ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Ant. 476; Ar. Vesp. 1249; Her. 7, 39 u. oft, u. Sp.; c. part., ὡς λελοιπότα κεῖνον ἐξεπίστασο Soph. O. C. 1584; – ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον Plat. Phaedr. 228 b, auswendig wissen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίσταμαι: γιγνώσκω καλῶς, τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― μετὰ μετοχ., γιγνώσκω καλῶς ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. ὄντα) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., γιγνώσκω καλῶς πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. ἐπίσταμαι· συχνάκις μετὰ τοῦ εὖ ἢ καλῶς, Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. γιγνώσκω ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C.

French (Bailly abrégé)

savoir à fond, savoir parfaitement : τι qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

ἐξεπίσταμαι (Α)
1. γνωρίζω καλά («μᾶλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῦ Ἡρακλέους», Ηρόδ.)
2. γνωρίζω απ' έξω, έχω αποστηθίσει («ἐξεπίσταμαι τὸν λόγον»).

Greek Monotonic

ἐξεπίστᾰμαι: αποθ., γνωρίζω ολοκληρωμένα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., ξέρω καλά πώς να κάνω κάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπίστᾰμαι:
1) хорошо знать (τι Her.): ἐξεπιστάμενος, μνήμην οὐ ποιήσομαι Her. хотя я и знаю, но упоминать (об этом) не стану;
2) уметь, отваживаться (ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Soph.);
3) (тж. ἐ. ἀπὸ στόματος Arst.) знать наизусть (τι Plat.).

Middle Liddell


Dep. to know thoroughly, know well, Hdt., attic; c. inf. to know well how to do, Soph.