ὑπόχαλκος

From LSJ
Revision as of 13:15, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχαλκος Medium diacritics: ὑπόχαλκος Low diacritics: υπόχαλκος Capitals: ΥΠΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: hypóchalkos Transliteration B: hypochalkos Transliteration C: ypochalkos Beta Code: u(po/xalkos

English (LSJ)

ον, A containing a mixture of copper, Pl.R.415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον bronze gilt, IG22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc. 2 sounding like copper, ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8. 3 of a copper colour, ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν (sc. the οἶστρος or μύωψ) Sch.Od.22.299.

German (Pape)

[Seite 1239] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit κίβδηλος verbunden.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχαλκος: -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑποσίδηρος, ὑπόχρυσος. 2) ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων χρῶμα χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme du cuivre ; fig. falsifié, faux, trompeur.
Étymologie: ὑπό, χαλκός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπί-χαλκος)].

Greek Monotonic

ὑπόχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει μείγμα χαλκού, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχαλκος:
1) снизу или внутри медный Plat.;
2) поддельный, притворный, мнимый (φίλος Plut.).

Middle Liddell

ὑπό-χαλκος, ον,
containing a mixture of copper, Plat.