δαιτρός

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτρός Medium diacritics: δαιτρός Low diacritics: δαιτρός Capitals: ΔΑΙΤΡΟΣ
Transliteration A: daitrós Transliteration B: daitros Transliteration C: daitros Beta Code: daitro/s

English (LSJ)

ὁ, (δαίω) A one that carves and portions out, esp. meat at table, Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.Al.258, Ath.1.12d. II hereditary priest who officiated at the Dipolia, Porph.Abst.2.30.

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Zertheiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger (E. G. ὁ μάγειρος); Od. 1, 141. 4, 57. 17, 331; vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2 Ath. I, 12 e.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτρός: ὁ, (δαίω) ὁ κόπτων καὶ διαμοιράζων, ἰδίως κρέας κατὰ τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 141., Ρ. 331, πρβλ. Ἀθήν. 12D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. celui qui découpe les aliments et distribue les portions.
Étymologie: δαίνυμι.

English (Autenrieth)

carver. (See cut.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
trinchador, servidor de mesa δ. δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.142, 4.57, 17.331, Philostr.Iun.Im.3.5, cf. Hsch.
a veces tb. cocinero δ. ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος Lyc.35, cf. Nic.Al.258, ὁ τὰ κρέα ὀπτῶν δ. ἐπεὶ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν ἐδίδου Ath.12e
esp. de unos sacerdotes de las Dipolias, Porph.Abst.2.30.

Greek Monolingual

δαιτρός, ο (Α)
1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι
2. το κληρονομικό αξίωμα του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) -τρος (πρβλ. ιατρός)].

Greek Monotonic

δαιτρός: ὁ (δαίω Β), αυτός που κόβει το κρέας, τεμαχιστής, τραπεζοκόμος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δαιτρός: ὁ нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτρός -οῦ, ὁ [δαίομαι] voorsnijder.

Middle Liddell

δαίω
one that carves meat, a carver, Od.