θειλόπεδον

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειλόπεδον Medium diacritics: θειλόπεδον Low diacritics: θειλόπεδον Capitals: ΘΕΙΛΟΠΕΔΟΝ
Transliteration A: theilópedon Transliteration B: theilopedon Transliteration C: theilopedon Beta Code: qeilo/pedon

English (LSJ)

τό, A sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od.7.123, AP6.169, 9.586 (Comet.), Sch.E.Or.1492; θειλοπέδου τρόπον Dsc.1.32; v. εἱλόπεδον.

German (Pape)

[Seite 1191] τό, der den Sonnenstrahlen (εἵλη) ausgesetzte Platz, wo man Etwas trocknen kann, Trockenplatz; bei Hom. nur Od. 7, 123, ἀλωῆς ἕτερον μὲν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ τέρσεται ἠελίῳ, wo die Trauben trocknen in der Sonne; vgl. Ep. ad. 130 (VI, 169); Ἠχὼ γὰρ δήεις τοῖσδ' ἐνὶ θειλοπέδοις Comet. 3 (IX, 586); bei Diosc., wie es scheint, auch geflochtene Gestelle zum Trocknen der Trauben.

Greek (Liddell-Scott)

θειλόπεδον: τό, (εἵλη) ἐν Ὀδ. Η. 123, εὐήλιον μέρος ἐν τῷ ἀμπελῶνι, ἐφ’ οὗ αἱ σταφυλαὶ ἐξηραίνοντο καὶ ἐγίνοντο σταφίδες, «λιάστρα», ἴδε Nitzsch, καὶ πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 169., 9. 586, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
endroit où l’on fait sécher (les raisins) au soleil.
Étymologie: pê pour θ’ εἱλόπεδον = τὸ εἱλόπεδον, de εἱλη, πέδον.

English (Autenrieth)

drying-place, a sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od. 7.123†.

Greek Monolingual

θειλόπεδον, τὸ (Α)
τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες του ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος του ηλίου» + -πεδον < πέδον, πρβλ. δάπεδον), με λανθασμένη ανάγνωση του ομηρ. στίχου αλωή... / της έτερον μεν θ' ειλόπεδον... / τέρσεται ηελίῳ (Οδ. η 123)].

Greek Monotonic

θειλόπεδον: τό (εἵλη), ευήλιο, ηλιόλουστο μέρος μέσα στο αμπέλι, πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σταφύλια για να αποξηρανθούν προκειμένου να γίνουν σταφίδα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θειλόπεδον: τό площадка для солнечной сушки (преимущ. винограда) Hom., Anth.

Frisk Etymological English

See also: s. εἱλόπεδον.

Middle Liddell

θειλό-πεδον, ου, τό, εἵλη
a sunny spot in the vineyard, on which the grapes were suffered to dry, so as to make raisins, Od.

Frisk Etymology German

θειλόπεδον: {theilópedon}
Grammar: n.
Meaning: Platz zum Trocknen in der Sonne
See also: s. εἱλόπεδον.
Page 1,657