ευθαλής

From LSJ
Revision as of 17:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source

Greek Monolingual

(I)
-ές (ΑΜ εὐθαλής, -ές)
αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ.
β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές
η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αμφι-θαλής].
(II)
εὐθαλής, -ές (Α)
(δωρ. τ.) εὐθηλής
ακμαίος, ανθηρός, άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιείται αντί του ευθηλής και εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα θαλ- ή θηλ- του θ. θαλ- (πρβλ. εριθηλής, ευθηλής, νεοθηλής)].