ἶβις

From LSJ
Revision as of 08:19, 18 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἶβις Medium diacritics: ἶβις Low diacritics: ίβις Capitals: ΙΒΙΣ
Transliteration A: îbis Transliteration B: ibis Transliteration C: ivis Beta Code: i)=bis

English (LSJ)

[ῑβ, Timocl.1], ἡ, gen. ἴβιος Hdt.2.76, etc., ἴβεως Ael.NA10.29, Porph.Abst.4.9, Gp.13.8.5, ἴβιδος Suid.; acc. ἶβιν Hdt.2.75: pl. ἴβιες Arist. (v. infr.), Ion. acc. ἴβῑς Hdt.2.67,75; gen. pl. ἰβίων PTeb.5.70 (ii B.C.); dat. pl. ἴβεσι Ph.2.570, Paus.8.22.5:—ibis, an Egyptian bird, of which there were two species, white ibis, Ibis religiosa, and black ibis, Plegadis falcinellus, Hdt.2.75, Ar.Av.1296, Arist.HA617b27, etc.; ἰβίων τροφή PPetr.3p.229 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1235] ιος, att. ιδος, ἡ, auch ἴβεως, Ael. N. A. 10, 29 u. Galen., der Ibis, ein ägyptischer Sumpfvogel, der göttlich verehrt wurde; Her. 2, 75 ff.; Ar. Av. 1296; Strab. XVII, 823; αἱ ἴβιες Arist. H. A. 9, 27. [Die Länge der ersten Sylbe erhellt aus Timocl. bei Ath. VII, 300 a.]

Greek (Liddell-Scott)

ἶβις: (οὐχὶ ἴβις, διότι τὸ ι εἶναι μακρὸν, Τιμοκλ. ἐν «Αἰγυπτίοις» 1), ἡ· γεν. ἴβιος Ἡρόδ. 2. 76, κτλ., ἴβιδος καὶ ἴβεως Αἰλ. π. Ζ. 10. 29· αἰτ. ἶβιν Ἡρόδ.· - πληθ. ἴβιες Ἀριστ., Ἰων. αἰτ. πλ. ἴβῑς, τὰς ἴβις Ἡρόδ. 2. 67. 75· δοτ. πληθ. ἴβεσι Παυσ. 8. 22, 5· - ἡ ἶβις, πτηνὸν Αἰγυπτιακὸν τρεφόμενον διὰ σκωλήκων καὶ ἐνύδρων ζῴων, εἰς ὃ θεῖαι ἀπενέμοντο τιμαί, Ἡρόδ. 2. 65, 75 κἑξ. (ὅστις μνημονεύει δύο εἴδη αὐτῆς). Ἀριστοφ. Ὅρν. 1296, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 27, κτλ. - Ἡ λευκὴ ἶβις (Abû Hannes) εἶναι ἡ Ibis religiosa· ἡ δὲ μέλαινα εἶναι ἡ falcinellus igneus, ὡραῖον κοκκινόχρονον πτηνὸν ἐκ τῆς οἰκογενείας τῶν πελαργῶν.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
ibis, oiseau sacré d’Égypte.
Étymologie: DELG mot égyptien.

Spanish

ibis

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἶβις, -ιος και -εως και -ιδος)
νεοελλ.
γένος πελαγόμορφων πουλιών της οικογένειας theskiornithidae
μσν.-αρχ.
λιμνόβιο ιερό αιγυπτιακό πτηνό στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. ελληνική λ. ίβις προήλθε από την αιγυπτιακή hb, hīb. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ibis < αρχ. ίβις).
ΠΑΡ. αρχ. ιβιών.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιβιοβοσκός, ιβιοπρόσωπος, ιβιοστολιστής, ιβιοτάφος].

Greek Monotonic

ἶβις: ἡ, γεν. ἴβιος, αιτ. ἶβιν, πληθ. ἴβιες, Ιων. ἴβῑς· ίβη, Αιγυπτιακό ιερό πτηνό στο οποίο απονέμονταν τιμές, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἶβῐς: ῐδος (ион. gen. ιος) ἡ (acc. ἶβιν; pl.: nom. ἴβιες, ион. acc. ἴβῑς) ибис (болотная птица из группы аистовых, считавшаяся в древнем Египте священной) Arph., Plut.: ἶ. μέλαινα Her. черный ибис (Falcinellus igneus); ἶ. λευκή (πτεροῖσι) Her., Arst. белый ибис (Ibis religiosa).

Middle Liddell

the ibis, an Egyptian bird, Hdt., Ar.