επιβάτρια
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
επιβάτης, ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο
θηλ. ἐπιβάτις) επιβαίνω
ταξιδιώτης με πλοίο
μσν.- νεοελλ.
αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης του θρόνου»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο (αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τρένο), για να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή
2. φρ. «επιβάτης της εξουσίας» — αυτός που κατέχει παράνομα πολιτικό αξίωμα
αρχ.
1. οπλίτης, μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου
2. επιστάτης του φορτίου του πλοίου
3. κατώτερος αξιωματικός του σπαρτιατικού ναυτικού
4. πολεμιστής σε άρμα δίπλα στον ηνίοχο.