ψυχρότης

From LSJ
Revision as of 09:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρότης Medium diacritics: ψυχρότης Low diacritics: ψυχρότης Capitals: ΨΥΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: psychrótēs Transliteration B: psychrotēs Transliteration C: psychrotis Beta Code: yuxro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A coldness, cold, opp. θερμότης, Hp.VM16, Pl.R.437e; ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1: pl. ψυχρότητες chills, frosts, Plu.2.701b. II metaph. of persons, want of feeling, bad taste, D.18.256: sluggishness, Plu.Fab.17. 2 of exaggerated, glittering phrases and the like, frigidity, Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.Eloc.6, al.

German (Pape)

[Seite 1405] ητος, ἡ, 1) Kälte, Frost, Kühlung, Plat. Rep. IV, 437 e. – 2) übertr., das Frostige, Leere, Läppische in Ausdrücken, Reden, – 3) frostiges Wesen, Gleichgültigkeit, Kaltsinn, μή μου ψυχρότητα μηδεμίαν καταγνῷ μηδείς Dem. 18, 256; auch Ungunst, Unguade, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ θερμότης, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ διάθεσις, ἔλλειψις θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· ἀδράνεια, νωθρότης, Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
I. froid;
II. fig. 1 froideur, sang-froid;
2 froideur, indifférence.
Étymologie: ψυχρός.

Greek Monotonic

ψυχρότης: -ητος, ἡ,
I. ψυχρότητα, κρύο, σε Πλάτ.
II. μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ψυχρότητα στην καρδιά, έλλειψη θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· νωθρότητα, αδράνεια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρότης: ητος ἡ
1) тж. pl. холод Plat., Polyb., Plut.;
2) холодность, равнодушие, вялость, Dem., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.

Middle Liddell

ψυχρότης, ητος, ἡ,
I. coldness, cold, Plat.
II. metaph. of persons, coldness of heart, Dem.: sluggishness, Plut.

English (Woodhouse)

coolness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)