νύμφιος

From LSJ
Revision as of 10:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

German (Pape)

[Seite 269] = νυμφίδιος; τράπεζαν ντμφίαν, Pind. P. 3, 6; νυμφίοισι παρθένοις, Eur. I. A. 741.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφιος: ἴδε νυμφίος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. adj. 1 qui est une jeune épouse;
2 de noces, nuptial;
II. subst. 1 fiancé;
2 jeune époux.
Étymologie: νύμφη.

English (Autenrieth)

(νύμφη): newly-married, Od. 7.65 and Il. 23.223.

English (Slater)

νύμφιος, -εῑος
   1 of marriage, bridal οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (Mosch.: νυμφιδίαν codd.) (P. 3.16) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (N. 5.30)

Greek Monolingual

νύμφιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύμφη
1. νυφικός («οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν», Πίνδ.)
2. φρ. «νυμφία παρθένος» — η νύφη.

Russian (Dvoretsky)

νύμφιος: и 3
1) достигший брачного возраста (παρθένος Eur.);
2) брачный, свадебный (τράπεζα Pind.).