καταδακρύω
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
A bewail, τὴν ἑαυτοῦ τύχην X.Cyr.5.4.31; τινας Id.HG 2.4.22; τινος for one, Suid.: abs., weep bitterly, E.Hel.673.(lyr.), Tim. Pers.151, Plu.Caes.41, etc. II causal, make weep, move to tears, App.Pun.70, BC4.114.
German (Pape)
[Seite 1344] 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.
Greek (Liddell-Scott)
καταδακρύω: θρηνῶ, κλαίω, τὴν τύχην Ξεν. Κύρ. 5. 4, 31· τινος, διά τινα, Σουΐδ.· ἀπολ., κλαίω πικρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 673, Πλουτ. Καῖσ. 41, κτλ. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ δακρύσῃ, κινῶ εἰς δάκρυα, Ἀππ. Καρχηδ. 70, Ἐμφυλ. 4. 94.
French (Bailly abrégé)
verser des larmes.
Étymologie: κατά, δακρύω.
Greek Monolingual
καταδακρύω (Α)
1. κλαίω πικρά («ταῦτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τύχην», Ξεν.)
2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ.
Greek Monotonic
καταδακρύω: μέλ. -σω, θρηνώ, κλαίω, τὴν τύχην, σε Ξεν.· απόλ., κλαίω πικρά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καταδακρύω:
1) заливаться слезами, горько плакать Eur., Plut.;
2) оплакивать (τὴν τύχην Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δακρύω huilen om, met acc.:; κ. τὴν ἑαυτοῦ τύχην om zijn eigen lot huilen Xen. Cyr. 5.4.31; abs. bittere tranen laten.
Middle Liddell
fut. σω
to bewail, τὴν τύχην Xen.: absol. to weep bitterly, Eur.