καιροφυλακῶ

From LSJ
Revision as of 18:27, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιροφῠλᾰκῶ Medium diacritics: καιροφυλακῶ Low diacritics: καιροφυλακώ Capitals: ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΚΩ
Transliteration A: kairophylakō̂ Transliteration B: kairophylakō Transliteration C: kairofylako Beta Code: kairofulak/w=

English (LSJ)

A watch for the right time, c. acc., τὴν πόλιν D.23.173, Hyp.Phil.8; τὴν Χρῆσιν Arist.Pol.1337b41; ἔχθραν παλαιάν Olymp.Hist.p.460 D.: abs., App. Pun.88, Mith.70; also, attend on, Luc.Abd.16:—Pass., καιροφυλακεῖται Metrod.Fr.60.

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassen, τὴν χρῆσιν, für die Anwendung, Arist. pol. 8, 3, u. a. Sp.; τὴν πόλιν, eine gelegene Zeit abpassen, um dem Staate zu schaden, Dem. 23, 173; so das pass., καιροφυλακεῖται Metrod. Stob. fl. 45, 26. – Auch = warten, pflegen, Luc. abd. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καιροφῠλᾰκέω: περιμένω τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας μετὰ προσοχῆς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἵνα μὴ γένηται κατάχρησις αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4· ἀπολ., Ἀππ. Καρχηδ. 58, Μιθρ. 70· ― ὡσαύτως, ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16. ― Παθ., καιροφυλακεῖται Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 304. 28. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται καιροφυλακτέω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 575, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 296, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

καιροφυλακῶ:
guetter l’occasion.
Étymologie: καιρός, φύλαξ.

Greek Monotonic

καιροφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, (φύλαξ), περιμένω την κατάλληλη στιγμή, σε Δημ.· επίσης, επιμελούμαι, φροντίζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καιροφῠλᾰκέω:
1) подстерегать удобный случай, выжидать, улучить (χρῆσιν Arst. - v.l. καιροφυλακτέω);
2) наблюдать, следить: κ. πόλιν Dem. следить за ходом дел города;
3) ухаживать (за больным) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καιροφυλακέω [καιρός, φύλαξ] op de juiste wijze doseren; abs. het juiste moment afwachten.

Middle Liddell

καιροφῠλᾰκέω, fut. καιροφῠλᾰκήσω φύλαξ
to watch for the right time, Dem.:—also, to attend on, Luc.