εὐχείρωτος

From LSJ
Revision as of 19:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχείρωτος Medium diacritics: εὐχείρωτος Low diacritics: ευχείρωτος Capitals: ΕΥΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: eucheírōtos Transliteration B: eucheirōtos Transliteration C: efcheirotos Beta Code: eu)xei/rwtos

English (LSJ)

ον, (χειρόω) A easy to master or overcome, A.Pers.452, X.HG5.3.4, etc.; easy to train, τῷ νομοθέτῃ Arist. Pol.1332b9; simply, easy, Porph. Abst.3.4. (Comp. εὐχειρότερος D.C.37.7, and Sup. εὐχειρότατος X.Cyr.1.6.36, Oec.8.4, Thphr.HP4.14.7, are ff.ll. for -ωτότερος, -ωτότατος.)

German (Pape)

[Seite 1108] leicht zu überwältigen, zu bändigen; στρατός Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ ἄτακτος τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχείρωτος: -ον, (χειρόω) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à prendre, à soumettre;
Sp. εὐχειρωτότατος.
Étymologie: εὖ, χειρόω.

Greek Monolingual

εὐχείρωτος, -ον (Α)
1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα
2. ευπειθής, υπάκουος
3. εύκολος, ευχερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. αχείρωτος, δυσχείρωτος].

Greek Monotonic

εὐχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐχείρωτος:
1) легко одолимый (στρατός Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.);
2) послушный, податливый (τῷ νομοθέτῃ Arst.);
3) легко поддающийся (ταῖς ἀπάταις Plut.).

Middle Liddell

εὐ-χείρωτος, ον χειρόω
easy to master or overcome, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

easy to subdue

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)