λευκήρης

From LSJ
Revision as of 10:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρης Medium diacritics: λευκήρης Low diacritics: λευκήρης Capitals: ΛΕΥΚΗΡΗΣ
Transliteration A: leukḗrēs Transliteration B: leukērēs Transliteration C: lefkiris Beta Code: leukh/rhs

English (LSJ)

ες, A white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.

Greek Monolingual

λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπήρης, ποδήρης)].

Greek Monotonic

λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρης: белый, седой (θρίξ Aesch.).

Middle Liddell

λευκ-ήρης, ες [*ἄρω]
white, blanched, Aesch.