πολυάνωρ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, A with many men, much-frequented, θρόνος E.IT1281 (lyr.); πόλις Ar.Av.1313 (lyr.); εὐνομία IG42(1).129.12 (Epid.). II γυνὴ π. wife of many husbands, A.Ag.62 (anap.).
German (Pape)
[Seite 659] ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, πολυάνθρωπος, λίαν συχναζόμενος, θρόνος Εὐρ. Ι. Τ. 1282· πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. πολύανδρος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 abondant en hommes, populeux;
2 qui a eu plusieurs époux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής
2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα
3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» — ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία
β) «γυνή πολυάνωρ» — γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μεγ-άνωρ].
Greek Monotonic
πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ,
I. πολυάνθρωπος, πολυσύχναστος, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. γυνὴ πολυάνωρ, σύζυγος με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυάνωρ: ορος (ᾱ) adj.
1) многолюдный (πόλις Arph.);
2) обильно посещаемый (ξενόεις θρόνος Eur.);
3) имевшая много мужей (γυνή Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυάνωρ -ορος [πολύς, ἀνήρ] dichtbevolkt; druk bezocht:. πολυάνορι τ’ ἐν ξενόεντι θρόνῳ op de troon, druk bezocht door vreemdelingen Eur. IT 1281. met veel mannen, manziek. πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός vanwege de manzieke vrouw Aeschl. Ag. 62.
Middle Liddell
πολυ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,
I. with many men, much-frequented, Eur., Ar.
II. γυνὴ π. wife of many husbands, Aesch.