φιλογυνία
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ἡ, A love of women, Cic. Tusc.4.11.25, Plu.2.706b, Stob.2.7.10e; written φιλογυναία Sch. Gen.Il.21.498 (perhaps fr. φιλογύναιος).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, Weiberliebe, Liebe zum weiblichen Geschlechte; Plut. Symp. 7, 5; Stob. ecl. 2 p. 182.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογῠνία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς γυναῖκας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 706Β, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 182, Κλήμ. Ἀλεξ. 83· φέρεται φιλογύνεια παρὰ Κικέρωνι Tusc. 4. 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour pour les femmes.
Étymologie: φίλος, γυνή.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δ.τ. φιλογύνεια και φιλογυναία Α φιλογύνης
η υπερβολική αγάπη για τις γυναίκες, η πολύ έντονη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, θηλυμανία, γυναικομανία.
Russian (Dvoretsky)
φιλογῠνία: ἡ женолюбие Plut.