συνευνέτης

From LSJ
Revision as of 12:27, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευνέτης Medium diacritics: συνευνέτης Low diacritics: συνευνέτης Capitals: ΣΥΝΕΥΝΕΤΗΣ
Transliteration A: syneunétēs Transliteration B: syneunetēs Transliteration C: synevnetis Beta Code: suneune/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A bed-fellow, consort, E.Med.240, Hipp.416 (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευν-έτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr.908, APl.4.182.8 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

συνευνέτης: -ου, ὁ, σύνευνος, ὁμόλεκτρος, σύζυγος, σύμβιος, Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ σύζυγος, ἢ παλλακή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui partage la couche d'un autre.
Étymologie: σύν, εὐνή.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευν-έτις)].

Greek Monotonic

συνευνέτης: -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ. συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτης: ου ὁ Eur. = ὁ σύνευνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.

Middle Liddell

συν-ευνέτης, ου, ὁ,
a bed-fellow, husband, consort, Eur.