κρακτικός

From LSJ
Revision as of 02:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρακτικός Medium diacritics: κρακτικός Low diacritics: κρακτικός Capitals: ΚΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraktikós Transliteration B: kraktikos Transliteration C: kraktikos Beta Code: kraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κράζω) noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.

Greek (Liddell-Scott)

κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.

Greek Monolingual

κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδηςλάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v.l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.