ξανθόλοφος
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, gloss on φοινικόλοφος, EM797.39, Hsch. (ξανθοῦ λόφου cod.), Suid.
German (Pape)
[Seite 275] mit gelbem Helmbusch, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου.
Greek Monolingual
ξανθόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + λόφος «κεφαλή» (πρβλ. χρυσό-λοφος)].