ἐκβρυχάομαι
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
bellow forth or aloud, E.Hel.1557; στεναγμὸν ἡδὺν ἐ. Id.IT1390.
German (Pape)
[Seite 755] losbrüllen, Eur. Hel. 1557; στεναγμὸν ἡδύν, ausstoßen, I. T. 1390.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβρῡχάομαι: ἀποθ. βρυχῶμαι ἰσχυρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 1557· ἐκπέμπω, στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρ. ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1390.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
pousser des rugissements.
Étymologie: ἐκ, βρυχάομαι.
Spanish (DGE)
(ἐκβρῡχάομαι)
mugir un toro, E.Hel.1557
•jadear c. ac. int. στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρυχώμενοι jadeando suavemente de remeros, E.IT 1390.
Greek Monotonic
ἐκβρῡχάομαι: αποθ., μουγκρίζω μπροστά ή ηχηρά, φωναχτά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβρῡχάομαι:
1) издавать мычание (ἐξεβρυχᾶτο, sc. ὁ ταῦρος Eur.);
2) перен. кричать: στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρυχώμενοι Eur. издав радостный крик.