ἀλλαχοῦ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
Adv. elsewhere, S.OC43, X.HG 2.3.20; ἄγωμεν ἀ. Ev.Marc.1.38, cf. Arr.Epict.3.26.4.—These forms are censured by Moer.11 as less Att. than ἄλλοθεν, ἄλλοθι, ἄλλοσε.
German (Pape)
[Seite 102] anderswo, Soph. O. C. 34; Xen. Hell. 2, 3, 20. Alle diese Formen tadeln die Atticisten.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀλλαχῇ.
Étymologie: ἄλλος, -αχοῦ.
Spanish (DGE)
(ἀλλᾰχοῦ)
adv.
1 en otro sitio εἴρηται ... κατὰ βραχὺ ἄλλῳ ἀλλαχοῦ Hippias B 6, ἄλλα δ' ἀλλαχοῦ καλά en cada sitio se consideran buenas cosas diferentes S.OC 43, op. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.HG 2.3.20, ποῦ γὰρ ἀλλαχοῦ φιλία ἢ ὅπου πίστις; ¿pues en qué otro sitio (estará) la amistad sino donde está la lealtad? Arr.Epict.2.22.30, ὅτι πασῶν [λει] τουργιῶ[ν] ἀφθείθημεν (l. ἀφείθημεν) τῶν ἀλλαχοῦ que fuimos eximidos de todas las liturgias de otros lugares, BGU 1022.8 (II a.C.).
2 c. verb. de direcc. a otra parte ἄγωμεν Eu.Marc.1.38, στρατιῶται ἀλλαχοῦ πεμπόμενοι IGBulg.4.2236.45 (III a.C.), λιμὸς ἀλλαχοῦ που φέρει; Arr.Epict.3.26.4.
Greek Monolingual
ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ)
κάπου αλλού, σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. -ου].
Russian (Dvoretsky)
ἀλλᾰχοῦ: adv. в другом месте Soph., Xen.
Middle Liddell
elsewhere, Soph., Xen.